κολοκουρίζω

κολοκουρίζω
[κολόκουρο]
(σχετικά με πρόβατα) κόβω τα μαλλιά στην κοιλιά και στα πίσω πόδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακολοκούριστος — η, ο [κολοκουρίζω] (για πρόβατα) αυτός που δεν τόν έχουν κολοκουρίσει, δεν τού έχουν κόψει τα μαλλιά στην κοιλιά και στα πίσω πόδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”